Τόνοι - Τονισμός των λέξεων - από το https://idaskalos.blogspot.com
Σε όλες τις λέξεις που έχουν δύο ή περισσότερες συλλαβές, υπάρχει μία συλλαβή που προφέρεται δυνατότερα από τις άλλες. Πάνω από το φωνήεν της συλλαβής αυτής (που προφέρεται πιο δυνατά), σημειώνουμε ένα μικρό σημάδι, που λέγεται τόνος.
Το σημάδι αυτό (΄) ονομάζεται οξεία.

Κανόνες τονισμού

• Τονικό σημάδι (τόνο), παίρνουν όλες οι λέξεις που έχουν δύο ή περισσότερες συλλαβές.
Το ίδιο ισχύει και για λέξεις που παρουσιάζονται ως μονοσύλλαβες, ύστερα από έκθλιψη ή αποκοπή, όχι όμως όταν έχουν χάσει το τονισμένο φωνήεν από αφαίρεση.
Αναλυτικά, τόνο παίρνουν οι λέξεις που παρουσιάζονται ως μονοσύλλαβες μετά από:
έκθλιψη: λίγο από όλα => λίγ' απ' όλα, πάντα ανοιχτά => πάντ' ανοιχτά, είναι ανάγκη => είν' ανάγκη,
αποκοπή: φέρε το => φέρ' το, κόψε του => κόφ' τους, άσε το => άσ' το.

• Ένας ρηματικός τύπος, που έμεινε άτονος από αφαίρεση, δεν ανεβάζει το τονικό σημάδι στην προηγούμενη λέξη, π.χ. μου 'δωσε (όχι μού 'δωσε), τα 'δειξε (όχι τά 'δειξε), να 'φερνε (όχι νά 'φερνε), θα 'λεγα (όχι θά 'λεγα), μου 'πε (όχι μού 'πε), που 'ναι (μπορεί να γραφτεί πού 'ναι, όταν η φράση αυτή, βρίσκεται σε ευθεία ή πλάγια ερώτηση).

• Οι μονοσύλλαβες λέξεις δεν παίρνουν τονικό σημάδι, δηλαδή οι λέξεις που λέγονται με συνίζηση (συνίζηση είναι η προφορά δύο φωνηέντων σε μία συλλαβή), π.χ. μια, για, γεια, πια, ποιος - ποια - ποιο, γιος, νιος, το βιος, να πιω, κ.α.
Προσοχή! Το μια προφέρεται σε μία συλλαβή, το μία όμως, σε δύο (δύ-ο). Το ίδιο συμβαίνει και με το δυο / δύο, ποιον βλέπεις / το ποιόν του ανθρώπου.

• Μία μονοσύλλαβη προστακτική, ακόμα και όταν ακολουθείται από δύο εγκλιτικά, δεν παίρνει τόνο, π.χ. πες μου το, δες του τα, βρες τους την, φα του τα κ.α.

-- Εξαιρούνται και παίρνουν τόνο:
α) ο διαζευκτικός σύνδεσμος ή, π.χ. Ποδόσφαιρο ή Μπάσκετ.

β) τα ερωτηματικά πού και πώς, όταν βρίσκονται σε:
- ευθεία ερώτηση (όταν δηλαδή ακολουθεί ερωτηματικό): Πού πήγες; Πώς σε λένε;,
- πλάγια ερώτηση (δηλαδή σε πρόταση που περιέχει ερώτηση, χωρίς να ακολουθεί ερωτηματικό): Δεν μας είπες πού πήγες. Πες μου πώς είσαι.

γ) παίρνουν τόνο τα πού και πώς, στις ακόλουθες εκφράσεις: Πώς και πώς, πού και πού, αραιά και πού, από πού και ως πού, Πώς βαριέμαι!, πήγες για ψώνια; Πώς!
-- Το που και το πως δεν παίρνει τόνο, όταν δεν είναι ερωτηματικό.
Δηλαδή όταν το που είναι:
    i) Αντωνυμία, π.χ. αυτό που σου έδωσα, εκείνο που μου έλεγες.
    ii) Επίρρημα, π.χ. στο μπαλκόνι που έβαφε τον τοίχο ο Γιάννης, στο γήπεδο που παίζαμε εχθές. 
    iii) Σύνδεσμος, π.χ. δύο χρόνια είναι που μετανάστευσε, φταίω που χάσαμε το παιχνίδι.

και όταν το πως είναι:
    i) Σύνδεσμος, π.χ. μας είπε πως θα επιστρέψει, δεν ήξερα πως θα 'ρθεις.

δ) παίρνουν επίσης τόνο, οι αδύνατοι τύποι των προσωπικών αντωνυμιών, δηλαδή μου, σου, του, της, τον, την, το, μας, σας, τους, τα, όταν κατά την ανάγνωση υπάρχει πιθανότητα, να θεωρηθούν εγκλιτικές (εγκλιτικές ονομάζονται οι μονοσύλλαβες λέξεις, που προφέρονται πάντα στενά με την προηγούμενη λέξη και για αυτό ο τόνος τους χάνεται ή μεταβιβάζεται στην λήγουσα της προηγούμενης λέξης, π.χ. το κρεβάτι μου, το παράθυρό μου)
Π.χ. η δασκάλα μού είπε (Το μου σε αυτήν την περίπτωση, δεν είναι εγκλιτικό και γι' αυτό παίρνει τόνο, έτσι η φράση σημαίνει: "Η δασκάλα είπε σ' εμένα")
ενώ η δασκάλα μου είπε (εδώ το μου είναι εγκλιτικό και γι' αυτό δεν παίρνει τόνο. Έτσι η φράση σημαίνει: "Η δική μου δασκάλα, είπε").

Η γιαγιά μάς τα πήρε (= "η γιαγιά τα πήρε για εμάς"), 
ενώ η γιαγιά μας τα πήρε (= "η δική μας γιαγιά, τα πήρε")

-- Αλλά, όταν οι αδύνατοι τύποι των προσωπικών αντωνυμιών (μου, σου, του, της, τον, την, το, μας, σας, τους, τα), δεν υπάρχει περίπτωση να μπερδευτούν με τα ομόηχά τους εγκλιτικά, δεν παίρνουν τόνο, π.χ. γιατί μας τα λες αυτά;, τι μας έφερες;, η σοκολάτα που μας έδωσαν, η σοκολάτα που θα μας δώσουν.

ε) επίσης τονίζονται, οι μονοσύλλαβες λέξεις όταν συμπροφέρονται με τους ρηματικούς τύπους μπω, βγω, βρω, 'ρθω, σε όλα τα πρόσωπα και τους αριθμούς, π.χ. θά μπω, νά 'ρθω, (προφέρουμε δυνατότερα το θα και το να), ενώ θα μπω, να 'ρθω (προφέρουμε δυνατότερα το μπω και το 'ρθω)

• Ο τόνος του εγκλιτικού, ο οποίος ακούγεται στη λήγουσα των προπαροξύτονων λέξεων σημειώνεται, δηλαδή οι προπαροξύτονες λέξεις, που ακολουθούνται από εγκλιτικές, παίρνουν και δεύτερο τόνο στην λήγουσα, π.χ. προσκάλεσέ μας, ο ξάδερφός μου, αποπροσανατόλισέ τον,

Το ίδιο συμβαίνει και στο πρώτο από δύο εγκλιτικά, όταν προηγείται παροξύτονη προστακτική, π.χ. δώσε μού το, φέρε τού το, πάρε μάς το 

Ονομασία των λέξεων από τον τόνο τους.

α) οξύτονη: όταν η λέξη τονίζεται στην λήγουσα, π.χ. αβγό, μικρός, παιδί, σκυλί.
β) παροξύτονη: όταν η λέξη τονίζεται στην παραλήγουσα, π.χ. αστείο, κουνέλι, γάτα.
γ) προπαροξύτονη: όταν η λέξη τονίζεται στην προπαραλήγουσα, π.χ. ενότητα, εργαστήριο, πάτωμα.


Η θέση του τόνου.

• Πάνω από φωνήεντα, π.χ. εγώ, τραγουδώ, πάω, τρέχω.

• Επάνω και αριστερά από κεφαλαίο φωνήεν, μόνο όταν βρίσκεται στην αρχή της λέξης, π.χ. Όταν, Άσε, Άλλος.
-- Όταν η λέξη γράφεται ολόκληρη με κεφαλαία γράμματα, τότε ο τόνος παραλείπεται, π.χ. ΟΤΑΝ, ΑΣΕ, ΑΛΛΟΣ. (εξαιρείται το διαζευκτικό Ή, που τονίζεται κανονικά)

• Πάνω από το πρώτο φωνήεν των διφθόγγων, π.χ. γάιδαρος, νεράιδα, μοιρολόι.

• Πάνω από το δεύτερο φωνήεν στους: 
α) Καταχρηστικούς διφθόγγους, π.χ. πιάνο, βουλιάζω, θειάφι, μοιάζω
β) συνδυασμούς αυ και ευ, π.χ. αύριο, Εύα