Στο έκτο κεφάλαιο, της πέμπτης ενότητας, του βιβλίου της Γλώσσας της Α' Δημοτικού, με τίτλο "Oι δυο φίλοι", θα κάνουμε μία επανάληψη σε όσα μάθαμε σε αυτήν την ενότητα.
Πάμε να δούμε ποιες εργασίες και ασκήσεις έχει το τετράδιο εργασιών, και πώς θα τις λύσουμε.
• 1. Έχω έναν καινούριο φίλο. Μένει μαζί μου. Παίζει κρυφτό. Την ουρά του κουνάει, κόκαλα μασάει και χοροπηδάει. Δυνατά γαβγίζει. Πού και πού γρυλίζει. Ποιος είναι; Ο σκύλος.
• 2. Έχω μια καινούρια φίλη που παιχνίδια μού χαρίζει. Όλο νάζι νιαουρίζει γλείφεται και γουργουρίζει. Παίζει με όλα τα παιδιά, τα ποντίκια, τα πουλιά. Μα όταν είναι θυμωμένη, κρύβονται όλοι φοβισμένοι. Ποια είναι; Η γάτα.
• 3. Διαβάζουμε προσεκτικά το κείμενο, καθώς θα μας χρειαστεί για την επόμενη άσκηση.
• 4. Δύο κροκόδειλοι γιατροί
και τρεις σκίουροι ξυλουργοί.
Τέσσερις ποντικοί γεωργοί,
πέντε αστακοί βοσκοί.
Έξι κύκνοι μουσικοί
κι επτά αετοί μηχανικοί.
Οχτώ γλάροι δικηγόροι,
εννέα σκύλοι αεροπόροι
και δέκα βάτραχοι τενόροι.
Πίθηκοι, λαγοί και λύκοι
τρέχουν στην Πινακοθήκη.
Γιατί; Να δουν την έκθεση ζωγραφικής
«Σκύλοι, οι καλύτεροί μας φίλοι».
• 5. Ο τριχωτός βασιλιάς, Ο ύπνος θρέφει τα... σκυλιά, Σκυλίσια ζωή, Το παιδί και το σκυλί.
• 6. Ο ζωγράφος του πρώτου πίνακα, πολύ πιθανόν να σκεφτότανε βασιλιάδες και αριστοκράτες. Έτσι, απεικόνισε τον σκύλο, καθισμένο σε μία βελούδινη καρέκλα, που μοιάζει με θρόνο.
Ο ζωγράφος του δεύτερου πίνακα, μπορεί να σκεφτότανε τα μωρά που κοιμούνται στην αγκαλιά της μητέρας τους κι έτσι να απεικόνισε τον σκύλο να ξαπλώνει πλάι στο αφεντικό του.
Ο ζωγράφος του τρίτου πίνακα, μπορεί να σκεφτότανε το παραμύθι της Σταχτοπούτας, όπου το μικρό κορίτσι δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ και για αυτό να απεικόνισε τον σκύλο να σκουπίζει.
Ο ζωγράφος του τέταρτου πίνακα, μπορεί να σκεφτότανε το παιδί του, που αγαπάει πολύ το σκυλί και έτσι να απεικόνισε ένα παιδάκι να παίζει με το σκυλάκι του.
7. Αυτή η άσκηση είναι μία πολύ καλή ευκαιρία να γίνουμε δημιουργικοί και να φτιάξουμε ένα δικό μας παραμύθι! Εμείς θα σας δώσουμε ένα απλό παράδειγμα, εσείς όμως προσπαθήστε να φτιάξετε μία δική σας εκδοχή του παραμυθιού.
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό, ζούσε μία οικογένεια με τέσσερα σκυλάκια, το Γιάννη, τη Μαρία, τη Γιώτα και τον Αντώνη. Παρόλο που και τα τέσσερα είχαν μεγαλώσει μαζί, δεν έμοιαζαν καθόλου στον χαρακτήρα!
Ο Γιάννης ήταν πολύ τεμπέλης! Όποτε κι αν τον έβλεπες, θα καθόταν στην πιο αναπαυτική καρέκλα του σπιτιού.
Η Μαρία ήταν αρκετά χουζούρα και της άρεσε να κοιμάται, κατά προτίμηση δίπλα στο αφεντικό της.
Η Γιώτα ήταν πολύ προκομμένη! Βοηθούσε το αφεντικό της με τις δουλειές του σπιτιού, ενώ παράλληλα φρόντιζε και τα άλλα τρία σκυλάκια!
Τέλος, ο Αντώνης ήταν ο πιο παιχνιδιάρης από τα τέσσερα! Από το πρωί μέχρι το βράδυ έπαιζε με το παιδάκι της οικογένειας, ενώ όποτε γυρνούσε ο πατέρας από την δουλειά έτρεχε να τον προϋπαντήσει και να πέσει στην αγκαλιά του.
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, η μητέρα ανακοίνωσε στην Γιώτα πως θα έπρεπε να επισκεφτεί την ξαδέρφη της μαζί με τον άντρα και το παιδί της, η οποία έμενε στην διπλανή πόλη, οπότε θα έλειπαν όλη την ημέρα από το σπίτι. Ζήτησε λοιπόν από την προκομμένη σκυλίτσα να προσέχει τα άλλα τρία σκυλιά και να βεβαιωθεί πως κανένα τους δεν θα κάνει αταξία. Η Γιώτα γάβγισε καταφατικά και έτσι η μητέρα έφυγε ήσυχη, νιώθοντας πως το σπίτι της είναι σε καλά χέρια... ή μάλλον πόδια.
Με το που έκλεισε η πόρτα και η οικογένεια ξεκίνησε το ταξίδι της, η Γιώτα μάζεψε τα υπόλοιπα σκυλιά για να τους ανακοινώσει τα νέα.
«Λοιπόν! Η μαμά με άφησε υπεύθυνη για το σπίτι! Θέλω να είστε όλοι φρόνιμοι και να μην κάνετε καμία ατσαλιά!» είπε με αυστηρό ύφος.
«Μην αγχώνεσαι! Εγώ εδώ θα κάτσω και θα ρίξω έναν υπνάκο! Πάνε δυο ώρες που ξύπνησα και νιώθω ήδη εξουθενωμένη!» είπε η Μαρία αφήνοντας ένα μακρόσυρτο χασμουρητό.
Ο Γιάννης δεν χρειάστηκε να μιλήσει καν, καθώς είχε ήδη βολευτεί στην αγαπημένη του καρέκλα και χάζευε στην τηλεόραση. Ο μόνος ανήσυχος ήταν ο Αντώνης, που δεν είχε πλέον με ποιον να παίξει και δεν μπορούσε καν να διανοηθεί να μείνει άπραγος για μία ολόκληρη ημέρα!
Περίμενε λοιπόν μέχρι η Γιώτα να καταπιαστεί με κάποια δουλειά και να μην του δίνει σημασία, πράγμα που δεν άργησε να συμβεί... Είχαν περάσει μόλις πέντε λεπτά και εκείνη ήδη είχε ξεκινήσει το σκούπισμα!
Ανενόχλητος λοιπόν, πλησίασε την Μαρία και άρχισε να της σκουντάει το πόδι.
«Μαρία... Πςς... Μαρία... Θες να παίξουμε κυνηγητό;» είπε σιγανά ο Αντώνης.
Η Μαρία ξεφύσιξε και μουρμούρισε κάτι, γυρνώντας παράλληλα πλευρό ώστε να μην την ενοχλεί ο Αντώνης.
Ελαφρώς απογοητευμένος, κατευθύνθηκε προς τον Γιάννη ο οποίος χαχάνιζε ξαπλωμένος στην καρέκλα του.
«Γιάννη... Θες να παίξουμε κυνηγητό;» ρώτησε γεμάτος ελπίδα.
«Σςςςς! Κάνε ησυχία, θα χάσω το καλύτερο σημείο!» απάντησε ενοχλημένος ο Γιάννης, δίχως να πάρει τα μάτια του από την τηλεόραση.
«Έεεελα σε παρακαλωωω!» κλαψούρισε ο Αντώνης, δίχως όμως να συγκινήσει τον Γιάννη.
Ξάπλωσε λοιπόν απογοητευμένος δίπλα στην καρέκλα του Γιάννη. Τι θα μπορούσε να κάνει άραγε; Πως θα μπορούσε να περάσει την ώρα του; Μήπως να μετρούσε τα πλακάκια του σπιτιού; Μήπως να βοηθούσε την Γιώτα με τις δουλειές; Δεν μπορούσε να αποφασίσει τι από τα δύο του φαινότανε περισσότερο βαρετό...
Ξάφνου, ένιωσε ένα χτύπημα στο κεφάλι του.
«Άουτς!!!» βόγκηξε ενοχλημένος ο Αντώνης.
«Σςςς!» ακούστηκε από την πάνω μεριά της καρέκλας.
Ο Αντώνης ανακάθισε και κοίταξε γύρω του. Με χαρά συνειδητοποίησε πως αυτό που του προκάλεσε τον πόνο ήταν το τηλεκοντρόλ, που έπεσε από την καρέκλα του Γιάννη. Ένα χαμόγελο άρχισε να απλώνεται στο πρόσωπό του, καθώς μία εκπληκτική ιδέα είχε αρχίσει να παίρνει μορφή στο φρεσκοχτυπημένο κεφάλι του.
Με αργά και αθόρυβα βήματα πλησίασε το τηλεκοντρόλ, τέντωσε το ποδαράκι του και το ακούμπησε πάνω στο κόκκινο κουμπί που έγραφε "off".
«Εεε Γιάννη... Έχασες κάτι;» είπε και πάτησε το κουμπί κλείνοντας την τηλεόραση.
«Εεεεε! Τι κάνεις εκεί; Φέρ' το πίσω!» γρύλισε ο Γιάννης που είχε ήδη πεταχτεί όρθιος πάνω στην καρέκλα.
«Αν θες να δεις τηλεόραση πρέπει πρώτα να με πιάσεις!» είπε και αρπάζοντας με τα δόντια το τηλεκοντρόλ άρχισε να τρέχει μες το σπίτι.
Ο Γιάννης, κατακόκκινος από τον θυμό του, άρχισε να τον κυνηγά μέσα στο σαλόνι. Η Γιώτα έντρομη με την σκηνή που εξελισσόταν μπροστά της, ούρλιαζε να σταματήσουν, αλλά μάταια...
Ο Αντώνης έτρεχε ενθουσιασμένος ανάμεσα στις καρέκλες, τα έπιπλά, τους καναπέδες. Ήταν τόσο ενθουσιασμένος που δεν πρόσεξε ότι έτρεχε κατευθείαν πάνω στο σύνθετο, με τα καλά τα ποτήρια, που η μαμά έβγαζε μόνο στις γιορτές!
Πριν προλάβει η Γιώτα να μιλήσει, ένας δυνατός κρότος και ο ήχος από γυαλιά που σπάνε, ξύπνησαν την Μαρία για τα καλά!
«Άουτς...» μούγκρισε ο Αντώνης και έτριψε το κεφάλι του.
«Τι είναι αυτά που κάνετε; Είστε σοβαροί;» στρίγκλισε η Γιώτα και άρπαξε από το αυτί τα δύο άτακτα σκυλιά.
«Μα... Αυτός μου πήρε το τηλεκο» πήγε να διαμαρτυρηθεί ο Γιάννης, όμως η Γιώτα τον διέκοψε.
«Δεν ακούω τίποτα! Και εσύ Μαρία, γιατί δεν τους πρόσεχες;»
«Μα εγώ κοιμόμουν...» παραπονέθηκε.
«Ελάτε εδώ και οι τρεις! Πάρτε αυτά.» είπε και τους έδωσε δυο σκούπες και ένα φαράσι.
«Μέχρι να τελειώσω το φαγητό θέλω να δω το σαλόνι να αστράφτει!» είπε επιτακτικά και γύρισε προς την κουζίνα.
Τα τρία σκυλιά απρόθυμα ξεκίνησαν να καθαρίζουν. Μισή ώρα μετά, το σαλόνι ήταν σαν καινούριο... με πέντε λιγότερα ποτήρια και ένα ελαφρώς μασημένο τηλεκοντρόλ.
Όταν το βράδυ γύρισε η οικογένεια σπίτι, βρήκαν τον Αντώνη και τον Γιάννη να τους περιμένουν στην πόρτα, με τα αυτιά κατεβασμένα και την ουρά μαζεμένη.
«Τι έχουν τα μικρούλια μου;» είπε η μαμά χαϊδεύοντας τα κεφάλια τους.
Ο Αντώνης κλαψούρισε και τους οδήγησε στο σύνθετο, περιμένοντας την κατσάδα του.
Η μαμά όμως, αντί να τους μαλώσει άρχισε να γελάει.
«Τι έγινε;» ρώτησε ο πατέρας, ο οποίος μόλις είδε το θέαμα άρχισε να γελάει και αυτός.
Τα σκυλάκια είχαν καθαρίσει τα γυαλιά και στην θέση των σπασμένων ποτηριών, είχαν βάλει τα πιατάκια τους!
«Αχ τι θα κάνω με σας τα δύο;» είπε γελώντας η μαμά και τους έδωσε μία λιχουδιά.
Το βράδυ που ξάπλωσαν στα κρεβάτια τους, ο Αντώνης και ο Γιάννης υποσχέθηκαν πως από εδώ και στο εξής θα είναι πολύ πιο προσεκτικοί και θα ακολουθήσουν το παράδειγμα της Γιώτας.
• 8. Θέλω να γίνω ζωγράφος. Θα ζωγραφίσω
την ντουλάπα της Ιωάννας. Θα πάρω
από το μπαούλο ένα πινέλο και
θα ζωγραφίσω τον ουρανό με μπλε
μπογιά. Ύστερα θα φτιάξω έναν
λαμπερό ήλιο κι από κάτω δέντρα.
Και κάτω από τα δέντρα θα ζωγραφίσω
έναν χοντρό ελέφαντα, έναν κοντούλη
ποντικό, έναν πίθηκο με γάντια,
μια καμήλα με ομπρέλα.
• 9. μπάλα, λάμπα
Πάμε να δούμε ποιες εργασίες και ασκήσεις έχει το τετράδιο εργασιών, και πώς θα τις λύσουμε.
• 1. Έχω έναν καινούριο φίλο. Μένει μαζί μου. Παίζει κρυφτό. Την ουρά του κουνάει, κόκαλα μασάει και χοροπηδάει. Δυνατά γαβγίζει. Πού και πού γρυλίζει. Ποιος είναι; Ο σκύλος.
• 2. Έχω μια καινούρια φίλη που παιχνίδια μού χαρίζει. Όλο νάζι νιαουρίζει γλείφεται και γουργουρίζει. Παίζει με όλα τα παιδιά, τα ποντίκια, τα πουλιά. Μα όταν είναι θυμωμένη, κρύβονται όλοι φοβισμένοι. Ποια είναι; Η γάτα.
• 3. Διαβάζουμε προσεκτικά το κείμενο, καθώς θα μας χρειαστεί για την επόμενη άσκηση.
• 4. Δύο κροκόδειλοι γιατροί
και τρεις σκίουροι ξυλουργοί.
Τέσσερις ποντικοί γεωργοί,
πέντε αστακοί βοσκοί.
Έξι κύκνοι μουσικοί
κι επτά αετοί μηχανικοί.
Οχτώ γλάροι δικηγόροι,
εννέα σκύλοι αεροπόροι
και δέκα βάτραχοι τενόροι.
Πίθηκοι, λαγοί και λύκοι
τρέχουν στην Πινακοθήκη.
Γιατί; Να δουν την έκθεση ζωγραφικής
«Σκύλοι, οι καλύτεροί μας φίλοι».
• 5. Ο τριχωτός βασιλιάς, Ο ύπνος θρέφει τα... σκυλιά, Σκυλίσια ζωή, Το παιδί και το σκυλί.
• 6. Ο ζωγράφος του πρώτου πίνακα, πολύ πιθανόν να σκεφτότανε βασιλιάδες και αριστοκράτες. Έτσι, απεικόνισε τον σκύλο, καθισμένο σε μία βελούδινη καρέκλα, που μοιάζει με θρόνο.
Ο ζωγράφος του δεύτερου πίνακα, μπορεί να σκεφτότανε τα μωρά που κοιμούνται στην αγκαλιά της μητέρας τους κι έτσι να απεικόνισε τον σκύλο να ξαπλώνει πλάι στο αφεντικό του.
Ο ζωγράφος του τρίτου πίνακα, μπορεί να σκεφτότανε το παραμύθι της Σταχτοπούτας, όπου το μικρό κορίτσι δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ και για αυτό να απεικόνισε τον σκύλο να σκουπίζει.
Ο ζωγράφος του τέταρτου πίνακα, μπορεί να σκεφτότανε το παιδί του, που αγαπάει πολύ το σκυλί και έτσι να απεικόνισε ένα παιδάκι να παίζει με το σκυλάκι του.
7. Αυτή η άσκηση είναι μία πολύ καλή ευκαιρία να γίνουμε δημιουργικοί και να φτιάξουμε ένα δικό μας παραμύθι! Εμείς θα σας δώσουμε ένα απλό παράδειγμα, εσείς όμως προσπαθήστε να φτιάξετε μία δική σας εκδοχή του παραμυθιού.
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό, ζούσε μία οικογένεια με τέσσερα σκυλάκια, το Γιάννη, τη Μαρία, τη Γιώτα και τον Αντώνη. Παρόλο που και τα τέσσερα είχαν μεγαλώσει μαζί, δεν έμοιαζαν καθόλου στον χαρακτήρα!
Ο Γιάννης ήταν πολύ τεμπέλης! Όποτε κι αν τον έβλεπες, θα καθόταν στην πιο αναπαυτική καρέκλα του σπιτιού.
Η Μαρία ήταν αρκετά χουζούρα και της άρεσε να κοιμάται, κατά προτίμηση δίπλα στο αφεντικό της.
Η Γιώτα ήταν πολύ προκομμένη! Βοηθούσε το αφεντικό της με τις δουλειές του σπιτιού, ενώ παράλληλα φρόντιζε και τα άλλα τρία σκυλάκια!
Τέλος, ο Αντώνης ήταν ο πιο παιχνιδιάρης από τα τέσσερα! Από το πρωί μέχρι το βράδυ έπαιζε με το παιδάκι της οικογένειας, ενώ όποτε γυρνούσε ο πατέρας από την δουλειά έτρεχε να τον προϋπαντήσει και να πέσει στην αγκαλιά του.
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, η μητέρα ανακοίνωσε στην Γιώτα πως θα έπρεπε να επισκεφτεί την ξαδέρφη της μαζί με τον άντρα και το παιδί της, η οποία έμενε στην διπλανή πόλη, οπότε θα έλειπαν όλη την ημέρα από το σπίτι. Ζήτησε λοιπόν από την προκομμένη σκυλίτσα να προσέχει τα άλλα τρία σκυλιά και να βεβαιωθεί πως κανένα τους δεν θα κάνει αταξία. Η Γιώτα γάβγισε καταφατικά και έτσι η μητέρα έφυγε ήσυχη, νιώθοντας πως το σπίτι της είναι σε καλά χέρια... ή μάλλον πόδια.
Με το που έκλεισε η πόρτα και η οικογένεια ξεκίνησε το ταξίδι της, η Γιώτα μάζεψε τα υπόλοιπα σκυλιά για να τους ανακοινώσει τα νέα.
«Λοιπόν! Η μαμά με άφησε υπεύθυνη για το σπίτι! Θέλω να είστε όλοι φρόνιμοι και να μην κάνετε καμία ατσαλιά!» είπε με αυστηρό ύφος.
«Μην αγχώνεσαι! Εγώ εδώ θα κάτσω και θα ρίξω έναν υπνάκο! Πάνε δυο ώρες που ξύπνησα και νιώθω ήδη εξουθενωμένη!» είπε η Μαρία αφήνοντας ένα μακρόσυρτο χασμουρητό.
Ο Γιάννης δεν χρειάστηκε να μιλήσει καν, καθώς είχε ήδη βολευτεί στην αγαπημένη του καρέκλα και χάζευε στην τηλεόραση. Ο μόνος ανήσυχος ήταν ο Αντώνης, που δεν είχε πλέον με ποιον να παίξει και δεν μπορούσε καν να διανοηθεί να μείνει άπραγος για μία ολόκληρη ημέρα!
Περίμενε λοιπόν μέχρι η Γιώτα να καταπιαστεί με κάποια δουλειά και να μην του δίνει σημασία, πράγμα που δεν άργησε να συμβεί... Είχαν περάσει μόλις πέντε λεπτά και εκείνη ήδη είχε ξεκινήσει το σκούπισμα!
Ανενόχλητος λοιπόν, πλησίασε την Μαρία και άρχισε να της σκουντάει το πόδι.
«Μαρία... Πςς... Μαρία... Θες να παίξουμε κυνηγητό;» είπε σιγανά ο Αντώνης.
Η Μαρία ξεφύσιξε και μουρμούρισε κάτι, γυρνώντας παράλληλα πλευρό ώστε να μην την ενοχλεί ο Αντώνης.
Ελαφρώς απογοητευμένος, κατευθύνθηκε προς τον Γιάννη ο οποίος χαχάνιζε ξαπλωμένος στην καρέκλα του.
«Γιάννη... Θες να παίξουμε κυνηγητό;» ρώτησε γεμάτος ελπίδα.
«Σςςςς! Κάνε ησυχία, θα χάσω το καλύτερο σημείο!» απάντησε ενοχλημένος ο Γιάννης, δίχως να πάρει τα μάτια του από την τηλεόραση.
«Έεεελα σε παρακαλωωω!» κλαψούρισε ο Αντώνης, δίχως όμως να συγκινήσει τον Γιάννη.
Ξάπλωσε λοιπόν απογοητευμένος δίπλα στην καρέκλα του Γιάννη. Τι θα μπορούσε να κάνει άραγε; Πως θα μπορούσε να περάσει την ώρα του; Μήπως να μετρούσε τα πλακάκια του σπιτιού; Μήπως να βοηθούσε την Γιώτα με τις δουλειές; Δεν μπορούσε να αποφασίσει τι από τα δύο του φαινότανε περισσότερο βαρετό...
Ξάφνου, ένιωσε ένα χτύπημα στο κεφάλι του.
«Άουτς!!!» βόγκηξε ενοχλημένος ο Αντώνης.
«Σςςς!» ακούστηκε από την πάνω μεριά της καρέκλας.
Ο Αντώνης ανακάθισε και κοίταξε γύρω του. Με χαρά συνειδητοποίησε πως αυτό που του προκάλεσε τον πόνο ήταν το τηλεκοντρόλ, που έπεσε από την καρέκλα του Γιάννη. Ένα χαμόγελο άρχισε να απλώνεται στο πρόσωπό του, καθώς μία εκπληκτική ιδέα είχε αρχίσει να παίρνει μορφή στο φρεσκοχτυπημένο κεφάλι του.
Με αργά και αθόρυβα βήματα πλησίασε το τηλεκοντρόλ, τέντωσε το ποδαράκι του και το ακούμπησε πάνω στο κόκκινο κουμπί που έγραφε "off".
«Εεε Γιάννη... Έχασες κάτι;» είπε και πάτησε το κουμπί κλείνοντας την τηλεόραση.
«Εεεεε! Τι κάνεις εκεί; Φέρ' το πίσω!» γρύλισε ο Γιάννης που είχε ήδη πεταχτεί όρθιος πάνω στην καρέκλα.
«Αν θες να δεις τηλεόραση πρέπει πρώτα να με πιάσεις!» είπε και αρπάζοντας με τα δόντια το τηλεκοντρόλ άρχισε να τρέχει μες το σπίτι.
Ο Γιάννης, κατακόκκινος από τον θυμό του, άρχισε να τον κυνηγά μέσα στο σαλόνι. Η Γιώτα έντρομη με την σκηνή που εξελισσόταν μπροστά της, ούρλιαζε να σταματήσουν, αλλά μάταια...
Ο Αντώνης έτρεχε ενθουσιασμένος ανάμεσα στις καρέκλες, τα έπιπλά, τους καναπέδες. Ήταν τόσο ενθουσιασμένος που δεν πρόσεξε ότι έτρεχε κατευθείαν πάνω στο σύνθετο, με τα καλά τα ποτήρια, που η μαμά έβγαζε μόνο στις γιορτές!
Πριν προλάβει η Γιώτα να μιλήσει, ένας δυνατός κρότος και ο ήχος από γυαλιά που σπάνε, ξύπνησαν την Μαρία για τα καλά!
«Άουτς...» μούγκρισε ο Αντώνης και έτριψε το κεφάλι του.
«Τι είναι αυτά που κάνετε; Είστε σοβαροί;» στρίγκλισε η Γιώτα και άρπαξε από το αυτί τα δύο άτακτα σκυλιά.
«Μα... Αυτός μου πήρε το τηλεκο» πήγε να διαμαρτυρηθεί ο Γιάννης, όμως η Γιώτα τον διέκοψε.
«Δεν ακούω τίποτα! Και εσύ Μαρία, γιατί δεν τους πρόσεχες;»
«Μα εγώ κοιμόμουν...» παραπονέθηκε.
«Ελάτε εδώ και οι τρεις! Πάρτε αυτά.» είπε και τους έδωσε δυο σκούπες και ένα φαράσι.
«Μέχρι να τελειώσω το φαγητό θέλω να δω το σαλόνι να αστράφτει!» είπε επιτακτικά και γύρισε προς την κουζίνα.
Τα τρία σκυλιά απρόθυμα ξεκίνησαν να καθαρίζουν. Μισή ώρα μετά, το σαλόνι ήταν σαν καινούριο... με πέντε λιγότερα ποτήρια και ένα ελαφρώς μασημένο τηλεκοντρόλ.
Όταν το βράδυ γύρισε η οικογένεια σπίτι, βρήκαν τον Αντώνη και τον Γιάννη να τους περιμένουν στην πόρτα, με τα αυτιά κατεβασμένα και την ουρά μαζεμένη.
«Τι έχουν τα μικρούλια μου;» είπε η μαμά χαϊδεύοντας τα κεφάλια τους.
Ο Αντώνης κλαψούρισε και τους οδήγησε στο σύνθετο, περιμένοντας την κατσάδα του.
Η μαμά όμως, αντί να τους μαλώσει άρχισε να γελάει.
«Τι έγινε;» ρώτησε ο πατέρας, ο οποίος μόλις είδε το θέαμα άρχισε να γελάει και αυτός.
Τα σκυλάκια είχαν καθαρίσει τα γυαλιά και στην θέση των σπασμένων ποτηριών, είχαν βάλει τα πιατάκια τους!
«Αχ τι θα κάνω με σας τα δύο;» είπε γελώντας η μαμά και τους έδωσε μία λιχουδιά.
Το βράδυ που ξάπλωσαν στα κρεβάτια τους, ο Αντώνης και ο Γιάννης υποσχέθηκαν πως από εδώ και στο εξής θα είναι πολύ πιο προσεκτικοί και θα ακολουθήσουν το παράδειγμα της Γιώτας.
• 8. Θέλω να γίνω ζωγράφος. Θα ζωγραφίσω
την ντουλάπα της Ιωάννας. Θα πάρω
από το μπαούλο ένα πινέλο και
θα ζωγραφίσω τον ουρανό με μπλε
μπογιά. Ύστερα θα φτιάξω έναν
λαμπερό ήλιο κι από κάτω δέντρα.
Και κάτω από τα δέντρα θα ζωγραφίσω
έναν χοντρό ελέφαντα, έναν κοντούλη
ποντικό, έναν πίθηκο με γάντια,
μια καμήλα με ομπρέλα.
• 9. μπάλα, λάμπα
0 Σχόλια